Μαρτίου 24, 2009

Μα ποιος Μαρξ;

Της
Ροσάνα Ροσάντα

Με τη σημερινή μεγάλη κρίση ξαναρχίζουμε να μιλάμε για τον Μαρξ, πολλοί όμως φλυαρούν και ξεχνούν ότι η ανάλυσή του κατάγγελλε τον καπιταλισμό ως δομικό αρνητή της ισότητας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που κήρυξε η Γαλλική Επανάσταση.
Δεν κράτησε πολύ ο τρόμος από το κραχ της οικονομίας: ουρανοί, επιστρέφει ο Μαρξ! Και γιατί; Γιατί οι κυβερνήσεις έτρεξαν να βοηθήσουν τις τράπεζες, να τις χρηματοδοτήσουν και πάλι. Η μοιραία παρέμβαση του κράτους, δηλαδή η επανεμφάνιση του Μαρξ...
Τι ανοησία! Πάντως, ο φόβος δεν κράτησε πολύ. Τα κράτη, ή μάλλον οι κυβερνήσεις, δεν φαίνονται να ζητούν τίποτα σε αντάλλαγμα. Περιορίζονται να λένε ότι δεν είναι δυνατό να αφήσουμε μια τράπεζα να χρεοκοπήσει, γιατί αυτό θα έσερνε στο βάραθρο τους αποταμιευτές και τις επιχειρήσεις. Ήταν λάθος που άφησαν τη Lehman Brothers να χρεοκοπήσει. Η διάσωση μιας τράπεζας είναι μια πράξη δημόσιας υγείας, όπως το να αντιμετωπίσεις μια πλημμύρα. Στη συνέχεια άλλες επιχειρήσεις ζητούν βοήθεια, πρώτες- πρώτες οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, γιατί σημαντικές μερίδες των πελατών τους σταμάτησαν να αλλάζουν αυτοκίνητο, άρα κινδυνεύουν να απολυθούν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, οι οποίοι, ως άνεργοι, κοστίζουν στο κράτος και παράγουν κοινωνική ένταση. Μόνο στην Ευρώπη σύντομα θα πολλαπλασιασθούν οι αριθμοί των ανέργων, χωρίς να μιλήσουμε για την ανατολή, η οποία, αφού όρμησε ξένοιαστα στην ελεύθερη αγορά, τώρα βουλιάζει πιο πολύ από τους άλλους. Μέχρι και οι ολιγαρχικοί, που είχαν συσσωρεύσει πλούτη με το ξεπούλημα της δημόσιας ιδιοκτησίας, χάνουν ένα μέρος τους.
Επομένως, οι ίδιοι που επί είκοσι χρόνια τσίριζαν «λιγότερο κράτος περισσότερη αγορά» τώρα ζητούν την κρατική παρέμβαση. Τι σχέση έχει ο Μαρξ; Καμία. Πρώτα απ’ όλα δεν υπήρξε ποτέ υπέρμαχος του κράτους, του οποίου αντίθετα πρόβλεπε την εξάλειψη, ήταν ιδέα του Λένιν ότι η κρατική ιδιοκτησία -αλλά ενός προλεταριακού κράτους- ήταν η τελευταία φάση πριν από την κοινωνικοποίηση της ίδιας της ιδιοκτησίας. Δεν περνάει τίποτα τέτοιο από το κεφάλι των κυβερνήσεων, ούτε των σημερινών αντιπολιτεύσεων. Οι πρώτες δυσκολεύονται μέχρι και να δηλώσουν ποια είναι η φύση αυτών των παροχών. Πρόκειται για δάνειο, ή για αγορά τμήματος των τραπεζών και των επιχειρήσεων, δηλαδή απόκτηση ενός σημαντικού μέρους της ιδιοκτησίας τους; Ο Σαρκοζί ισχυρίστηκε πρόσφατα -σχετικά με μια τέτοια ενέργεια- ότι πρόκειται για ένα δάνειο με καλό επιτόκιο, 8%. Δηλαδή, πρόκειται για μια επένδυση κάπως παρακινδυνευμένη. Αν κατάλαβα καλά μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Γκόρντον Μπράουν δήλωσε ότι πρόκειται για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο των διασωσμένων τραπεζών, και κάποιος συμπλήρωσε «προσωρινή», όμως το κράτος δεν θα χώσει πουθενά τη μύτη του, δεν θα ψηφίσει ανάλογα με τις μετοχές που κατέχει, παρεμβαίνει μόνο ως ταμείο έκτακτης ανάγκης και τίποτα περισσότερο.
Μεγάλη σιωπή για τα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του ο απλός πολίτης: τα λεφτά που το κράτος παρέχει ως «βοήθεια» από πού τα παίρνει; Από τα δημόσια οικονομικά, δηλαδή από μας; Με τους φόρους; Ποιους και πότε; Μόνο ο Ομπάμα δηλώνει ότι θα αυξήσει τους φόρους για τα υψηλά εισοδήματα, αλλά για να πληρώσει την επέκταση της δημόσιας υγείας σε όλους τους πολίτες. Οι ΗΠΑ μπορούν να τυπώσουν χρήμα, αυξάνοντας έτσι ένα δημόσιο έλλειμμα που είναι ήδη πέντε φορές μεγαλύτερο από το δικό μας. Μα τα ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, θα μπορούσε μόνο η Κεντρική Τράπεζα, που δεν φαίνεται να έχει τέτοια πρόθεση. Και μέχρι χθες δήλωναν ότι ήταν τόσο μπατίρηδες ώστε να πρέπει να περικόψουν γερά τη δημόσια δαπάνη -σχολεία, νοσοκομεία, τοπική αυτοδιοίκηση. Στην Γαλλία και τα δικαστήρια.
Τέλος, πώς θα εμφανισθούν στους κρατικούς προϋπολογισμούς τα ποσά που θα χορηγηθούν για τη βοήθεια, σε περίπτωση που εμφανισθούν;

Η αριστερά δυσκολεύεται να παρέμβει

Η αριστερά, αν μπορεί κανείς να την πει έτσι, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, κατεβαίνει στο πεζοδρόμιο μαζί με τους ίδιους τους εργαζόμενους και φωνάζει: το παιχνίδι -οικονομία το έσπασαν τα αφεντικά των τραπεζών, αυτοί να πληρώσουν. Ακόμη και το «Κύμα» χρησιμοποίησε το ίδιο σύνθημα: δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση σας. Αμφιβάλλω όμως αν οι μεν και οι δε το πιστεύουν. Η αριστερά δεν πορεύεται σε έφοδο ενάντια στην πίστωση, δεν ζητά ούτε καν να υπάρξει μερίδιο δημόσιας ιδιοκτησίας, έπειτα από τη διάσωση της πίστωσης. Αυτό δεν θα ήταν καθόλου σοσιαλισμός -είναι και δεν είναι κευνσιανό μέτρο- και η χρήση του συζητήθηκε δημόσια στα κοινοβούλια και μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Μέχρι πριν λίγο καιρό άστραφταν και βροντούσαν για την ιδιωτικοποίηση κάθε πλευράς του δημοσίου. Μήπως δεν φωνάξαμε και εμείς, το «Μανιφέστο», ενάντια στη δημόσια ιδιοκτησία και στους βογιάρους του κράτους; Μήπως δεν γράψαμε ότι είναι το μάτι του αφέντη που παχαίνει το άλογο, ενώ οι κρατικές γραφειοκρατίες είναι αδρανείς και διεφθαρμένες; Από την άλλη, δεν είχαμε τις δυνάμεις να προτείνουμε να περάσει η δημόσια ιδιοκτησία σε αυτοδιαχείριση, γιατί είχαμε επίσης την αμφιβολία (που δεν εκφράσαμε) για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αυτοδιαχείριση από μόνη της μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Παρά λίγο να βοηθήσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις της υγείας και της παιδείας, προς τις οποίες στράφηκαν με χαρά οι κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς.
Άρα, στα μέρη μας, ας το παραδεχτούμε, ισχύει η σιωπή ή το αίτημα προς τα κράτη να σώσουν τις επιχειρήσεις για να σώσουν τους εργαζομένους, πρώτα - πρώτα του αυτοκινήτου. Μιλάμε στα κουτουρού για «εθνικοποίηση», ίσως με την έννοια της φευγαλέας κρατικής ιδιοκτησίας, που ασφαλώς δεν επιδέχεται δημόσιο έλεγχο, ο οποίος επίσης δεν ελέγχεται (εκτός ίσως από το Ελεγκτικό Συνέδριο). Κανείς δεν κάνει μια αυτοκριτική σκέψη για το σύνθημα «λιγότερο κράτος περισσότερη αγορά». Ή μήπως μού διέφυγε;

Κανείς από τους υπεύθυνους δεν πληρώνει

Ούτε υπάρχει απαίτηση για καταδίκη των υπεύθυνων της καταστροφής. Κανείς απ’ αυτούς που άφησαν να διαλυθεί το ίδρυμά τους, δεν κατηγορείται για κάτι. Γενικά παρέμειναν στη θέση τους. Άμεσο παράδειγμα ο διευθύνων σύμβουλος της Φόρτις που απομακρύνθηκε μεν από τη διεύθυνση, αλλά με ένα χρυσό αλεξίπτωτο και με μια καλοπληρωμένη θέση ειδικού συμβούλου παρέμεινε στην ίδια τράπεζα. Για να στοιχειοθετηθεί η απάτη είναι απόλυτα αναγκαίο άτομα όπως ο Μάντοφ ή ο Στάνφορντ να εξαπατήσουν φανερά τον πλησίον τους, προτείνοντας, για καταθέσεις σε τράπεζες της εμπιστοσύνης τους, κυρίως στους φορολογικούς παράδεισους, παραμυθένια επιτόκια που πληρώνονταν με τα λεφτά των κορόιδων που έπιαναν κάθε φορά. Μα είναι ή όχι απάτη να κάνεις να γεννιούνται νέοι τίτλοι ο ένας από τον άλλο, να τους «εκπίπτεις» ελπίζοντας ότι η κερδοσκοπική αγορά θα τους αγοράσει και θα τους ξαναπουλήσει πριν προσγειωθούν πάνω σε ένα κομμάτι της ονομαζόμενης «πραγματικής» οικονομίας; Μια παραδοσιακή φούσκα στο χρηματιστήριο έσκαγε όταν οι τίτλοι που εκδίδονταν από μια επιχείρηση τριπλασίαζαν την αξία τους σε σχέση με την παραγωγική βάση πάνω στην οποία τους εξέδιδαν. Όχι αυτή τη φορά. Τα περίφημα παράγωγα προέρχονται από άλλους τίτλους, βάσει της αρχής ότι, από τη στιγμή που εισάγεται στην αγορά, το χρήμα παράγει από μόνο του άλλο χρήμα. Είναι απάτη αυτό που αποκαλούν στοργικά «χρηματοοικονομική τεχνική», και που λειτουργεί μέχρις ότου να αποκαλυφθεί παταγωδώς η επισφάλεια του τίτλου;
Στον απλό πολίτη αυτό το είδος συναλλαγών θυμίζει την ιστορία του πονηρού κάτοικου της Ρώμης ο οποίος, βλέποντας έναν χωρικό να θαυμάζει κατάπληκτος το Κολοσσαίο, του προτείνει να το αγοράσει, ο αφελής ξηλώνεται κι ο πονηρός εξαφανίζεται με το παραδάκι. Οι τράπεζες μπόρεσαν να πουλήσουν και να ξαναπουλήσουν ένα ιδεατό προϊόν, ένα παράγωγο, ένα future - λέει ο Τρεμόντι (ο υπουργός οικονομικών) ότι τα παράγωγα είναι ίσα με δωδεκάμισι φορές το ακαθάριστο βιομηχανικό προϊόν όλου του κόσμου! - χωρίς απ’ αυτό να στοιχειοθετείται αδίκημα. Μήπως ήταν αδίκημα που οι Ολλανδοί, μαγεμένοι από τις τουλίπες, διεκδικούσαν σαν χρυσάφι τον βολβό εκείνου του λουλουδιού που μέχρι τότε ήταν άγνωστο; Αυτή ήταν η πρώτη κερδοσκοπία, την αφηγείται ο Γκαλμπρέιθ, και κράτησε μέχρις ότου να αντιληφθούν, ξαφνικά, ότι μπορούσαν να αποκτήσουν αυτή τη ρίζα με δύο δεκάρες.
Το περασμένο καλοκαίρι ένας χρηματιστής της Soci?t? G?n?rale άφησε ανοιχτό τον υπολογιστή του μια Παρασκευή, ένας συνάδελφος έριξε μια ματιά, είδε ότι έμπλεκε επικίνδυνα αγορές και πωλήσεις και ειδοποίησε τη διεύθυνση, η οποία πρώτα από όλα πασάρισε σε άλλες τράπεζες τους τίτλους που έπαιζε κι έπειτα τον κατάγγειλε. Μα για ποιο πράγμα να τον κατηγορήσουν; Εργάστηκε για την τέχνη, δεν έβαλε μια δεκάρα στην τσέπη του, κανένας προϊστάμενος δεν είναι σε θέση ούτε είναι υποχρεωμένος να τον ελέγξει. Αν η διαδρομή του δεν είχε διακοπεί, η τράπεζα θα είχε αποκτήσει τεράστια κέρδη. Η χρηματοοικονομική τεχνική δουλεύει πάνω στο ιδεατό. Λογαριάζει με βάση την επιθυμία.
Ο καημένος ο Μαρξ ούτε που το φανταζόταν αυτό. Αντίθετα, είχε ορθολογιστικά προβλέψει το τέλος του εισοδηματία. Ακόμη και οι περίφημες αράδες των Grundrisse, όπου ισχυρίζεται ότι το μέλλον της εργασίας θα γίνει μια πολύ φτωχή βάση για την αύξηση του πλούτου, υπολόγιζαν την τεράστια αλλαγή των τεχνολογιών, όχι την παρασιτική ανάπτυξη μιας κερδοσκοπίας (πάντοτε ιδεατής σε κάποιο βαθμό), η οποία, αφού γίνει άμετρη, διοχετεύεται στις φούσκες και εκρήγνυται καταστρέφοντας πλούτο, όπως συμβαίνει τώρα, αφού αγγίξει τον ένα ή τον άλλο κερδοσκόπο. Eννοείται ότι κι αυτό που ονομάζεται τώρα γνωστικό κεφάλαιο δεν ταυτίζεται με την ικανότητα του Τζορτζ Σόρος να προβλέπει τις κινήσεις των χρηματιστηρίων.
Στην πραγματικότητα, αυτοί που φλυαρούν για τον Μαρξ ξεχνούν συχνά επίτηδες ότι όλη η ανάλυσή του βασίζεται στο απαράδεκτο για ένα εγγονάκι της Γαλλικής Επανάστασης γεγονός, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής παρακάμπτει την ισότητα δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου, επειδή στηρίζεται αντίθετα στην ανισότητα ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και σ’ αυτούς που δεν κατέχουν τίποτε άλλο, πέρα από την εργατική τους δύναμη, υλική ή άυλη. Στην παραγωγή το κεφάλαιο, τα μηχανήματα (τεχνολογία), το προϊόν μένουν στους πρώτους, ενώ οι δεύτεροι είναι ένα ζωντανό εξάρτημα (μπορεί και εξυπνότατο), του μηχανήματος (τεχνολογία), είναι κι αυτοί εμπόρευμα, το οποίο μεμονωμένα μπορεί να είναι και πολύτιμο. Εμπόρευμα που είναι δυνατό να πουληθεί και να αγοραστεί στην αγορά εργασίας. Στην κερδοσκοπία αυτό το ενοχλητικό αντικείμενο εξαφανίζεται, όπως τείνει να εξαφανιστεί, με το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, το ενοχλητικό προϊόν από το οποίο προέρχεται ο καθορισμός της τιμής στο χρηματιστήριο.

Η διάλυση του συνδικαλισμού

Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν το εργατικό υποκείμενο εισάγει στη διαδικασία μια σχετική αυτονομία διαπραγμάτευσης του μισθού και των δικαιωμάτων του, τροποποιεί τις ισορροπίες. Σ’ αυτό οφείλεται η μανία καταστροφής κάθε ίχνους από την οργάνωσή του, ακόμη και της πιο στοιχειώδους, όπως το συνδικάτο. Ο Σακόνι (υπουργός Εργασίας) και η Μαρτσεγκάλια (πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων) είναι κλασικές μορφές του Χίλια Οκτακόσια. Σ’ αυτή την εισαγωγή των εργαζομένων στη διαδικασία βασίστηκε, με αρκετές απλοποιήσεις, αλλά με τη δύναμη ενός ρωμαλέου ανθρώπινου υλικού, όλο το εργατικό κίνημα. Στο σοσιαλιστικό για μικρό διάστημα, στο κομμουνιστικό μάλλον πάντα -τουλάχιστον σε γενικές γραμμές- παρέμεινε η πεποίθηση ότι ακόμη και το δυνατότερο συνδικάτο βελτίωνε αλλά δεν τροποποιούσε τη σχέση παραγωγής, που η ανεξάντλητη ανελευθερία της συνίσταται στη χρήση του ανθρώπου ως εργαλείου. Από δω ξεκινά η ανάγκη μιας επαναστατικής αλλαγής. Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα και δεν υπάρχει καθόλου μυστήριο στο να κατανοήσει κανείς τις αιτίες.
Τώρα το κεφάλαιο νίκησε όχι στους συσχετισμούς δυνάμεων, που ήταν πάντοτε άνισοι, αλλά μέσα στο κεφάλι του εργαζομένου, μέσα από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, χωρίς πια ελπίδα χειραφέτησής του, αλλά μόνο ελπίζοντας να σώσει τη θέση εργασίας του, δηλαδή το μεροκάματο, που ταυτίζεται με τη διάσωση της επιχείρησης που του το δίνει.
Αυτό κληρονομήσαμε από το Χίλια Εννιακόσια. Κι αξίζει τον κόπο να το λάβουμε υπόψη μας, αντί να απομακρυνόμαστε γυρεύοντας εξαιρετικές καινοτομίες που θα καθιστούσαν αδύνατο, ή μάλλον άχρηστο, κάθε αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, ακριβώς τη στιγμή που εκείνο παραδέρνει μέσα σε κραυγαλέες εσωτερικές αντιθέσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: